καταθορυβώ — (Α καταθορυβῶ, έω) νεοελλ. δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο νεοελλ. αρχ. κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τόν αναστατώνω αρχ. ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] … Dictionary of Greek
καταθρυλώ — καταθρυλῶ, έω (Α) καταθορυβώ* … Dictionary of Greek
περισαλεύω — Α 1. σαλεύω, κουνώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα 2. μτφ. κλονίζω, καταθορυβώ κάποιον («οὐδὲν τούτων τὸν πατριάρχην περιεσάλευσε», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
προκαταταράσσω — Α καταταράζω, καταθορυβώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταράσσω «ταράζω πάρα πολύ, αναστατώνω»] … Dictionary of Greek
συγκλονώ — συγκλονῶ, έω, ΝΑ κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω αρχ. 1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος… … Dictionary of Greek